ισχύος, συντελεστής

ισχύος, συντελεστής
Ο λόγος της μέσης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος προς το γινόμενο των ενεργών τιμών της τάσης (Uεv) και του ρεύματος (Ιεν). Αν το εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ημιτονοειδές, τότε ο σ.ι. ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης φ μεταξύ των ημιτονοειδών της τάσης και του ρεύματος και μπορεί να πάρει τιμές από 1 έως 0, καθώς η διαφορά φάσης φ παίρνει τιμές από 0 (συνφ = 1, P = Vεν Iεν ) έως ± 90 (συνφ = 0, P = 0). Ο συντελεστής συνφ μπορεί να καθοριστεί από τις παραμέτρους του κυκλώματος με τον τύπο: συν = r/z, όπου φ η γωνία μετατόπισης των φάσεων, r η ωμική αντίσταση του κυκλώματος και z η ολική σύνθετη αντίσταση του κυκλώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • βολτ-αμπέρ — Μονάδα της φαινόμενης μέσης ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με VA. Η φαινόμενη μέση ισχύς φαιν. ορίζεται ως το γινόμενο της ενεργούς έντασης του ρεύματος σε αμπέρ με την ενεργό τάση στους πόλους του κυκλώματος σε βολτ ( φαιν. =… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”